- συνωμότῃ
- συνωμότηςone who is leagued by oathmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφότερος — (4ος αι. π.Χ.). Αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος τον έστειλε στον Παρμενίωνα με εντολή να συλλάβει και να φυλακίσει τον συνωμότη Αλέξανδρο τον Λυγκηστή. Αργότερα συγκρότησε, μαζί με τον Ηγέλοχο, στόλο στην Προποντίδα και νίκησαν… … Dictionary of Greek
συνωμοτικός — ή, ό / συνωμοτικός, ή, όν, ΝΑ [συνωμότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνωμοσία ή στον συνωμότη 2. μτφ. μυστικός, κρυφός 3. φρ. «συνωμοτικά μέτρα» μέτρα που αποσκοπούν στην τήρηση τής μυστικότητας ενός χώρου ή μιας δραστηριότητας. επίρρ … Dictionary of Greek
συνωμοτισμός — ο, Ν 1. συμπεριφορά που χαρακτηρίζει έναν συνωμότη 2. (κατ επέκτ.) μυστικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωμότης + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
Αμπουάζ — (Amboise).Μικρή ιστορική πόλη (περ. 13.000 κάτ.) της Γαλλίας, κοντά στην Τουρ, στην αριστερή όχθη του Λουάρ. Αποτελεί έδρα σημαντικών βιομηχανικών δραστηριοτήτων (υποδημάτων, φαρμάκων, τσιμέντου, φωτογραφικών φιλμ, αθλητικών ειδών, ραδιοφώνων κλπ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Φώτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μέγας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. 2. Καταγόταν από τη Νικομήδεια. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Διοκλητιανού (284 305), μαζί με τον ανιψιό του Ανίκητο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Αυγούστου. 3.… … Dictionary of Greek
συνωμοτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στο συνωμότη ή στη συνωμοσία: Καταγγέλθηκαν οι συνωμοτικές τους ενέργειες. – Κινούνται συνωμοτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)